μαντεύω

μαντεύω
(AM μαντεύω, Α και μαντεύομαι, Μ και μαντεύγω) [μάντης]
1. προλέγω τα μέλλοντα ή αποκαλύπτω τα άγνωστα, χρησμοδοτώ, προφητεύω (α. «τί μοι θάνατον μαντεύεται», Ομ. Ιλ.
β. «φήμην ἀγαθὴν μαντεύομαι», Πλάτ.)
2. εικάζω, πιθανολογώ, προμαντεύω, προαισθάνομαι (α. «πώς τό μάντεψες ότι θα έρθω;» β. «μαντεύεσθαι τὸ συμβησόμενον ἐκ τῶν εἰκότων», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
1. μέσ. μαντεύομαι
οσφραίνομαι, ανιχνεύω, αισθάνομαι
2. μέσ. συμβουλεύομαι το μαντείο, ζητώ χρησμό («μαντευομένῳ ἐν Δελφοῑσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μέσ. (για θεό) δίνω χρησμό
2. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ μεμαντευμένα
οι λόγοι τού μαντείου, οι λέξεις τών) χρησμών
3. φρ. «ἐμαντεύθη τινί» — δόθηκε χρησμός σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαντεύω — divine pres subj act 1st sg μαντεύω divine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύω — μαντεύω, μάντεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαντεύω — μάντεψα 1. προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω κάτι, προφητεύω: Μάντεψε ότι θα γινόταν σεισμός. 2. συμπεραίνω, εικάζω: Βλέποντας την έκφρασή του μάντεψα αυτό που ετοιμαζόταν να μου πει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντευόντων — μαντεύω divine pres part act masc/neut gen pl μαντεύω divine pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύουσι — μαντεύω divine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαντεύω divine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύουσιν — μαντεύω divine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μαντεύω divine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύσαις — μαντεύω divine aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) μαντεύω divine aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύσαντα — μαντεύω divine aor part act neut nom/voc/acc pl μαντεύω divine aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεῦσαι — μαντεύω divine aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντεύειν — μαντεύω divine pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”